- κοκκοφοίνικας
- Φοινικόδεντρο της οικογένειας των φοινικιδών ή παλμιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι κόκκος ο καρυοφόρος. Κατάγεται, πιθανώς, από την Ινδική χερσόνησο ή τα νησιά του Μαλαϊκού αρχιπελάγους και έχει διαδοθεί σχεδόν σε όλες τις τροπικές παραλίες του Ινδικού και του Ειρηνικού ωκεανού. Στην Αμερική έφτασε πριν από την εποχή του Κολόμβου, με τη μεταφορά, μέσω των θαλάσσιων ρευμάτων, του καρπού του (ινδικό καρύδι ή καρύδες), ο οποίος μπορεί να επιπλέει στη θάλασσα πολύ χρόνο, χωρίς να χάνει τη βλαστητική του ικανότητα.
Ο κ. περιλαμβάνει πολλές ποικιλίες, από δένδρα-νάνους μέχρι τους γνωστούς ψηλούς φοίνικες, που φθάνουν αρκετά μέτρα σε ύψος. Είναι μεγαλοπρεπές δέντρο, ύψους έως 30 μ., με λεπτό, κυλινδρικό και εύκαμπτο κορμό, που φέρει στην κορυφή του ρόδακα σύνθετων πτεροειδών κιτρινοπράσινων φύλλων, μήκους 3-5 μ. Οι άρρενες και οι θήλειες ταξιανθίες είναι χωριστές, αλλά βρίσκονται στο ίδιο φυτό. Εμφανίζονται κάτω από τον ρόδακα των φύλλων και προστατεύονται, αρχικά, από μεγάλα βράκτια φύλλα.
Οι καρποί, τα γνωστά ινδικά καρύδια ή καρύδες, έχουν μήκος 18-30 εκ. και διάμετρο 10-25 εκ. Ζυγίζουν περίπου 1,5 κιλό, έχουν λεπτό επικάρπιο, πράσινου ή ιώδους χρώματος, ινώδες μεσοκάρπιο και ξυλώδες, πολύ σκληρό ενδοκάρπιο (καρύδι), που περικλείει το σπέρμα· το τελευταίο είναι σαρκώδες εξωτερικά και υγρό, γλυκό και γαλακτώδες προς το κέντρο, πλούσιο σε πρωτεΐνες και λιπαρές ουσίες.
Όλα τα μέρη του κ. έχουν μεγάλη χρησιμότητα: ο κορμός προσφέρει ξύλο καλής ποιότητας, τα επιμήκη φοινικόφυλλα χρησιμοποιούνται για να σκεπάζονται καλύβες, ενώ οι επάκριοι οφθαλμοί είναι εδώδιμοι· οι καρποί αποτελούν σημαντική πηγή τροφής και καταναλώνονται νωποί ή σε μορφή αναψυκτικού ποτού, με γλυκιά γεύση αμυγδάλου. Από τον κ. παράγονται ποτά (είδος κρασιού, αράκ), σάκχαρο του κόκκου, έλαιο (βλ. λ. κοκκέλαιο), φυτικό λίπος (βεζεταλίνη ή κοκκόση) και κλωστικές ίνες.
Οι καρποί του κοκκοφοίνικα, οι γνωστές καρύδες, χρησιμοποιούνται και στην παραγωγή αναψυκτικών.
Dictionary of Greek. 2013.